- υπερτονικός
- aşırı kas gerilimli
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υπερτονικός — ή, ό, Ν 1. χημ. (για διάλυμα) αυτός που έχει υψηλότερη ωσμωτική πίεση από αυτήν που έχει ένα γειτονικό διάλυμα ή ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται, αλλ. υπέρτονος 2. ιατρ. (για στόμαχο) αυτός που παρουσιάζει αυξημένο τόνο τού μυϊκού τοιχώματος… … Dictionary of Greek
υπέρτονος — η, ο / ὑπέρτονος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπέρτονο το κύριο, το μεσαίο, δοκάρι τής στέγης, η μεσόδμη νεοελλ. 1. συμπαγής, πυκνός 2. χημ. (για διάλυμα) υπερτονικός 3. φρ. «υπέρτονος ορός» ιατρ. διάλυμα ενός ανόργανου άλατος μέσα σε νερό, που… … Dictionary of Greek
υπερτονικότητα — η, Ν [υπερτονικός] βιολ. η κατάσταση ενός υπερτονικού διαλύματος … Dictionary of Greek